ἑξαρίθμῳ

ἑξαρίθμῳ
ἑξάριθμος
sixfold
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… …   Dictionary of Greek

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εξαρίθμησις — ἐξαρίθμησις, η (Α) [εξαριθμώ] 1. ακριβής αρίθμηση, μέτρηση 2. λεπτομερειακή απαρίθμηση, λεπτομερής έκθεση …   Dictionary of Greek

  • προεξαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι, υπολογίζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαριθμῶ «αριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξαριθμώ — έω, Α συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαριθμῶ «καταριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”